τσουγκρίζω

τσουγκρίζω
και τσυγκρίζω και τσιγκρίζω Ν
1. συγκρούω ελαφρά δύο αντικείμενα («τσούγκρισαν τα ποτήρια τους»)
2. φρ. «τά τσουγκρίζω με κάποιον» — μαλώνω, συγκρούομαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρούω, -ομαι, μέσω τ. *συγκρίζω με τροπή τού -σ- σε -τσ- (πρβλ. τσυρίζω < συρίζω) και τού -υ- σε -ου- (πρβλ. τύμπανο: τούμπανο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσουγκρίζω — τσουγκρίζω, τσούγκρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσουγκρίζω — τσούγκρισα, τσουγκρίστηκα, τσουγκρισμένος, και τσιγκρίζω 1. μτβ., συγκρούω ελαφρά: Τσουγκρίσανε τα πασχαλινά αβγά τους. 2. αμτβ., μτφ., συγκρούομαι με κάποιον, φιλονικώ, μαλώνω, τσακώνομαι: Τα τσουγκρίσαμε με τον Κώστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσούγκρισμα — το, Ν [τσουγκρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσουγκρίζω …   Dictionary of Greek

  • τσιγκρίζω — Ν βλ. τσουγκρίζω …   Dictionary of Greek

  • τσυγκρίζω — Ν βλ. τσουγκρίζω …   Dictionary of Greek

  • τόκα — (I) Α (δωρ. τ.) βλ. τότε. (II) Ν επιφών. 1. παρορμητική έκφραση για σφίξιμο τών χεριών ή για τσούγκρισμα ποτηριών 2. (ως ουσ. σε φρ.) «κάνω τόκα» σφίγγω το χέρι κάποιου ή τσουγκρίζω το ποτήρι μου με το ποτήρι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare… …   Dictionary of Greek

  • τσιγκρίζω — βλ. τσουγκρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”