- τσουγκρίζω
- και τσυγκρίζω και τσιγκρίζω Ν1. συγκρούω ελαφρά δύο αντικείμενα («τσούγκρισαν τα ποτήρια τους»)2. φρ. «τά τσουγκρίζω με κάποιον» — μαλώνω, συγκρούομαι με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρούω, -ομαι, μέσω τ. *συγκρίζω με τροπή τού -σ- σε -τσ- (πρβλ. τσυρίζω < συρίζω) και τού -υ- σε -ου- (πρβλ. τύμπανο: τούμπανο)].
Dictionary of Greek. 2013.